- κρημνοί
- κρημνόςoverhanging bankmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Таганрог — Город Таганрог … Википедия
επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] … Dictionary of Greek
υποκλονούμαι — έομαι, Α [κλονοῡμαι] (ποιητ. τ.) παθ. 1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.) 2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι» … Dictionary of Greek